Translation meaning & definition of the word "cheese" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυρί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheese
[Τυρί]/ʧiz/
noun
1. A solid food prepared from the pressed curd of milk
- synonym:
- cheese
1. Μια στερεά τροφή που παρασκευάζεται από το πιεσμένο τυρό γάλακτος
- συνώνυμο:
- τυρί
2. Erect or decumbent old world perennial with axillary clusters of rosy-purple flowers
- Introduced in united states
- synonym:
- tall mallow ,
- high mallow ,
- cheese ,
- cheeseflower ,
- Malva sylvestris
2. Όρθιος ή αποκωδικοποιημένος παλαιός κόσμος πολυετής με αξονικές συστάδες ρόδινων-μοβ λουλουδιών
- Εισήχθη στις ηνωμένες πολιτείες
- συνώνυμο:
- ψηλή μολόχα ,
- υψηλή μολόχα ,
- τυρί ,
- Σύλβα συλβέστρη
verb
1. Used in the imperative (get away, or stop it)
- "Cheese it!"
- synonym:
- cheese
1. Χρησιμοποιείται στην επιτακτική ανάγκη (φύγετε μακριά, ή σταματήστε το)
- "Να το ακούσετε!"
- συνώνυμο:
- τυρί
2. Wind onto a cheese
- "Cheese the yarn"
- synonym:
- cheese
2. Αναπνεύστε πάνω σε ένα τυρί
- "Τυρί το νήμα"
- συνώνυμο:
- τυρί
Examples of using
I want to eat the cheese.
Θέλω να φάω το τυρί.
Mice like cheese.
Ποντίκια σαν τυρί.
The cheese is not yellow.
Το τυρί δεν είναι κίτρινο.