Translation meaning & definition of the word "cheering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δείχνοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheering
[Επευφημία]/ʧɪrɪŋ/
noun
1. Encouragement in the form of cheers from spectators
- "It's all over but the shouting"
- synonym:
- cheering ,
- shouting
1. Ενθάρρυνση με τη μορφή επευφημιών από τους θεατές
- "Είναι παντού τελείωσε, αλλά η φωνή"
- συνώνυμο:
- επευφημίεσ ,
- φωνάζω
adjective
1. Providing freedom from worry
- synonym:
- comforting ,
- cheering ,
- satisfying
1. Παροχή ελευθερίας από ανησυχία
- συνώνυμο:
- παρηγορητικόσ ,
- επευφημίεσ ,
- ικανοποιητικός
Examples of using
Tom is cheering for Bubba.
Ο Τομ ζητωκραυγάζει την Μπούμπα.
Tom is cheering for Bubba.
Ο Τομ ζητωκραυγάζει την Μπούμπα.