Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cheer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανταστής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cheer

[Χαϊδεύων]
/ʧɪr/

noun

1. A cry or shout of approval

    synonym:
  • cheer

1. Μια κραυγή ή μια κραυγή έγκρισης

    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ

2. The quality of being cheerful and dispelling gloom

  • "Flowers added a note of cheerfulness to the drab room"
    synonym:
  • cheerfulness
  • ,
  • cheer
  • ,
  • sunniness
  • ,
  • sunshine

2. Η ποιότητα του να είσαι χαρούμενος και να απολυμαίνεις την καταστροφή

  • "Τα λουλούδια πρόσθεσαν μια νότα χαράς στο δωμάτιο αποστράγγισης"
    συνώνυμο:
  • χαρά
  • ,
  • χαρούμενοσ
  • ,
  • ηλιόλουστο
  • ,
  • ηλιοφάνεια

verb

1. Give encouragement to

    synonym:
  • cheer
  • ,
  • hearten
  • ,
  • recreate
  • ,
  • embolden

1. Ενθαρρύνω

    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ
  • ,
  • ενθαρρύνω
  • ,
  • αναδημιουργώ

2. Show approval or good wishes by shouting

  • "Everybody cheered the birthday boy"
    synonym:
  • cheer

2. Δείξτε έγκριση ή καλές ευχές φωνάζοντας

  • "Όλοι ζητωκραυγάζουν το αγόρι των γενεθλίων"
    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ

3. Cause (somebody) to feel happier or more cheerful

  • "She tried to cheer up the disappointed child when he failed to win the spelling bee"
    synonym:
  • cheer
  • ,
  • cheer up
  • ,
  • jolly along
  • ,
  • jolly up

3. Αιτία (κάποιος) να αισθάνεται πιο ευτυχισμένος ή πιο χαρούμενος

  • "Προσπάθησε να φτιάξει το απογοητευμένο παιδί όταν απέτυχε να κερδίσει την ορθογραφική μέλισσα"
    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ
  • ,
  • ευθυμία
  • ,
  • η χαρά μου
  • ,
  • τρελαίνομαι

4. Become cheerful

    synonym:
  • cheer
  • ,
  • cheer up
  • ,
  • chirk up

4. Γίνομαι χαρούμενος

    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ
  • ,
  • ευθυμία
  • ,
  • τσιρίζω

5. Spur on or encourage especially by cheers and shouts

  • "The crowd cheered the demonstrating strikers"
    synonym:
  • cheer
  • ,
  • root on
  • ,
  • inspire
  • ,
  • urge
  • ,
  • barrack
  • ,
  • urge on
  • ,
  • exhort
  • ,
  • pep up

5. Προωθήστε ή ενθαρρύνετε ειδικά με επευφημίες και φωνές

  • "Το πλήθος επευφημούσε τους διαδηλωτές επιθετικούς"
    συνώνυμο:
  • χαρούμενοσ
  • ,
  • επιτίθεμαι
  • ,
  • εμπνέω
  • ,
  • παρακίνηση
  • ,
  • μπάρακ
  • ,
  • παροτρύνω
  • ,
  • προτρέπω
  • ,
  • ανεβαίνω

Examples of using

We tried to cheer him up.
Προσπαθήσαμε να τον ευθυμήσουμε.
I tried to cheer him up.
Προσπάθησα να τον φτιάξω.
Do cheer up, Marie!
Χαμογελάστε, Μαρία!