Translation meaning & definition of the word "cheeky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσιχερός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheeky
[Τσεκί]/ʧiki/
adjective
1. Offensively bold
- "A brash newcomer disputed the age-old rules for admission to the club"
- "A nervy thing to say"
- synonym:
- brash ,
- cheeky ,
- nervy
1. Επιθετικά τολμηρά
- "Ένας νεοφερμένος αμφισβήτησε τους παλιούς κανόνες για την είσοδο στο σύλλογο"
- "Είναι νευρικό πράγμα να πεις"
- συνώνυμο:
- βραχίονασ ,
- τυρώδησ ,
- νευρικός