Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cheek" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φιλέ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cheek

[Μαντολάτο]
/ʧik/

noun

1. Either side of the face below the eyes

    synonym:
  • cheek

1. Κάθε πλευρά του προσώπου κάτω από τα μάτια

    συνώνυμο:
  • μάγουλο

2. An impudent statement

    synonym:
  • impudence
  • ,
  • cheek
  • ,
  • impertinence

2. Μια απαράδεκτη δήλωση

    συνώνυμο:
  • απρέπεια
  • ,
  • μάγουλο
  • ,
  • αυθάδεια

3. Either of the two large fleshy masses of muscular tissue that form the human rump

    synonym:
  • buttock
  • ,
  • cheek

3. Είτε από τις δύο μεγάλες σαρκώδεις μάζες μυϊκού ιστού που σχηματίζουν το ανθρώπινο χτύπημα

    συνώνυμο:
  • γλουτός
  • ,
  • μάγουλο

4. Impudent aggressiveness

  • "I couldn't believe her boldness"
  • "He had the effrontery to question my honesty"
    synonym:
  • boldness
  • ,
  • nerve
  • ,
  • brass
  • ,
  • face
  • ,
  • cheek

4. Απαράδεκτη επιθετικότητα

  • "Δεν μπορούσα να πιστέψω την τόλμη της"
  • "Είχε την αρχή για να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά μου"
    συνώνυμο:
  • τόλμη
  • ,
  • νεύρο
  • ,
  • ορείχαλκος
  • ,
  • πρόσωπο
  • ,
  • μάγουλο

verb

1. Speak impudently to

    synonym:
  • cheek

1. Μιλάω απερίσκεπτα

    συνώνυμο:
  • μάγουλο

Examples of using

Where did you get that scratch on your cheek?
Πού βρήκατε αυτό το μηδέν στο μάγουλό σας?
Something cold and slimy touched Nastya’s cheek, and she cringed, seeing it was a giant tentacle.
Κάτι κρύο και γλοιώδες άγγιξε το μάγουλο της Νάστια, και εκείνη έπληξε, βλέποντας ότι ήταν ένα γιγαντιαίο πλοκάμι.
Tom gave Mary a peck on the cheek.
Ο Τομ έδωσε στη Μαίρη μια ματιά στο μάγουλο.