Translation meaning & definition of the word "checkmate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμαθητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Checkmate
[Συλλαμβάνω]/ʧɛkmet/
noun
1. Complete victory
- synonym:
- checkmate
1. Πλήρης νίκη
- συνώνυμο:
- τσεκούρι
2. A chess move constituting an inescapable and indefensible attack on the opponent's king
- synonym:
- checkmate ,
- mate
2. Μια σκακιστική κίνηση που αποτελεί μια αναπόφευκτη και ανεξίτηλη επίθεση στο βασιλιά του αντιπάλου
- συνώνυμο:
- τσεκούρι ,
- σύντροφοσ
verb
1. Place an opponent's king under an attack from which it cannot escape and thus ending the game
- "Kasparov checkmated his opponent after only a few moves"
- synonym:
- checkmate ,
- mate
1. Τοποθετήστε το βασιλιά ενός αντιπάλου κάτω από μια επίθεση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει και έτσι τελειώνει το παιχν
- "Ο κασπάροφ τσέκαρε τον αντίπαλό του μετά από λίγες μόνο κινήσεις"
- συνώνυμο:
- τσεκούρι ,
- σύντροφοσ