Translation meaning & definition of the word "cheating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσιπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheating
[Εξαπάτηση]/ʧitɪŋ/
noun
1. A deception for profit to yourself
- synonym:
- cheat ,
- cheating
1. Μια εξαπάτηση για κέρδος στον εαυτό σας
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- εξαπάτηση
adjective
1. Not faithful to a spouse or lover
- "Adulterous husbands and wives"
- "A two-timing boyfriend"
- synonym:
- adulterous ,
- cheating(a) ,
- two-timing(a)
1. Δεν είναι πιστός σε σύζυγο ή εραστή
- "Ενήλικες σύζυγοι και σύζυγοι"
- "Ένας φίλος δύο στιγμών"
- συνώνυμο:
- νοθευμένοσ ,
- εξαπάτηση( ,
- δί-ιμη()
2. Violating accepted standards or rules
- "A dirty fighter"
- "Used foul means to gain power"
- "A nasty unsporting serve"
- "Fined for unsportsmanlike behavior"
- synonym:
- cheating(a) ,
- dirty ,
- foul ,
- unsporting ,
- unsportsmanlike
2. Παραβίαση αποδεκτών προτύπων ή κανόνων
- "Ένας βρώμικος μαχητής"
- "Χρησιμοποιημένο φάουλ σημαίνει να αποκτήσεις δύναμη"
- "Ένα δυσάρεστο αντιαθλητικό εξυπηρετεί"
- "Διευθετημένος για την αντιαθλητική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- εξαπάτηση( ,
- βρώμικος ,
- φάουλ ,
- αναφορά ,
- αντιαθλητικόσ
Examples of using
She's been cheating on her husband for years.
Απατάει τον άντρα της εδώ και χρόνια.
You shouldn't let him get away with cheating.
Δεν πρέπει να τον αφήσετε να ξεφύγει με την εξαπάτηση.
I caught him cheating in the examination.
Τον έπιασα να εξαπατά στην εξέταση.