Translation meaning & definition of the word "cheater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσιτάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheater
[Απατεώνασ]/ʧitər/
noun
1. Someone who leads you to believe something that is not true
- synonym:
- deceiver ,
- cheat ,
- cheater ,
- trickster ,
- beguiler ,
- slicker
1. Κάποιος που σε οδηγεί να πιστέψεις κάτι που δεν είναι αλήθεια
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- εξαπατώ ,
- παρακινδυνευτήσ ,
- τρεμοπαίζω