Translation meaning & definition of the word "cheat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κατάλληλο" στην ελληνική γλώσσα
Cheat
[Απατώ]noun
1. Weedy annual grass often occurs in grainfields and other cultivated land
- Seeds sometimes considered poisonous
- synonym:
- darnel ,
- tare ,
- bearded darnel ,
- cheat ,
- Lolium temulentum
1. Το χορτάρι ζιζανίων ετησίως εμφανίζεται συχνά σε πεδία σιτηρών και άλλες καλλιεργημένες εκτάσεις
- Οι σπόροι μερικές φορές θεωρούνται δηλητηριώδεις
- συνώνυμο:
- ντάρνελ ,
- τάρα ,
- γενειοφόρος ντάρλεϊ ,
- εξαπατώ ,
- Θερμουλία λόλιου
2. Weedy annual native to europe but widely distributed as a weed especially in wheat
- synonym:
- chess ,
- cheat ,
- Bromus secalinus
2. Ζιζανίων ετήσια εγγενή στην ευρώπη, αλλά ευρέως διανεμημένα ως ζιζάνιο ειδικά στο σιτάρι
- συνώνυμο:
- σκάκι ,
- εξαπατώ ,
- Βρωμού δειλίνη
3. Someone who leads you to believe something that is not true
- synonym:
- deceiver ,
- cheat ,
- cheater ,
- trickster ,
- beguiler ,
- slicker
3. Κάποιος που σε οδηγεί να πιστέψεις κάτι που δεν είναι αλήθεια
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- εξαπατώ ,
- παρακινδυνευτήσ ,
- τρεμοπαίζω
4. The act of swindling by some fraudulent scheme
- "That book is a fraud"
- synonym:
- swindle ,
- cheat ,
- rig
4. Η πράξη της απάτης από κάποιο δόλιο σχέδιο
- "Το βιβλίο είναι απάτη"
- συνώνυμο:
- αποπλανώ ,
- εξαπατώ ,
- εξέδρα
5. A deception for profit to yourself
- synonym:
- cheat ,
- cheating
5. Μια εξαπάτηση για κέρδος στον εαυτό σας
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- εξαπάτηση
verb
1. Deprive somebody of something by deceit
- "The con-man beat me out of $50"
- "This salesman ripped us off!"
- "We were cheated by their clever-sounding scheme"
- "They chiseled me out of my money"
- synonym:
- cheat ,
- rip off ,
- chisel
1. Στερήστε κάποιον από κάτι με εξαπάτηση
- "Ο συνάνθρωπος με χτύπησε από το $50"
- "Αυτός ο πωλητής μας ξερίζωσε!"
- "Εξαπατηθήκαμε από το έξυπνο ηχηρό τους σχέδιο"
- "Με έβγαλαν από τα λεφτά μου"
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- αποτυγχάνω ,
- σμίλη
2. Defeat someone through trickery or deceit
- synonym:
- cheat ,
- chouse ,
- shaft ,
- screw ,
- chicane ,
- jockey
2. Νικήστε κάποιον μέσω της απάτης ή της εξαπάτησης
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- πολυβόλο ,
- άξονας ,
- βίδα ,
- σικάνιο ,
- τζόκερ
3. Engage in deceitful behavior
- Practice trickery or fraud
- "Who's chiseling on the side?"
- synonym:
- cheat ,
- chisel
3. Εμπλακείτε σε απατηλή συμπεριφορά
- Πρακτική εξαπάτηση ή απάτη
- "Ποιος κουνιέται στο πλάι?"
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- σμίλη
4. Be sexually unfaithful to one's partner in marriage
- "She cheats on her husband"
- "Might her husband be wandering?"
- synonym:
- cheat on ,
- cheat ,
- cuckold ,
- betray ,
- wander
4. Να είστε σεξουαλικά άπιστοι με τον σύντροφό σας στο γάμο
- "Απατάει τον άντρα της"
- "Μπορεί ο σύζυγός της να περιπλανιέται?"
- συνώνυμο:
- εξαπατώ ,
- κακόκεφος ,
- προδίδω ,
- περιπλανώμαι