Translation meaning & definition of the word "chauffeur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωφέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chauffeur
[Σωφέρ]/ʃoʊfər/
noun
1. A man paid to drive a privately owned car
- synonym:
- chauffeur
1. Ένας άνδρας πλήρωσε για να οδηγήσει ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο
- συνώνυμο:
- οδηγός
verb
1. Drive someone in a vehicle
- synonym:
- drive around ,
- chauffeur
1. Οδηγήστε κάποιον σε ένα όχημα
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- οδηγός