Translation meaning & definition of the word "chattering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγειρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chattering
[Κουλοχέρησ]/ʧætərɪŋ/
noun
1. The rapid series of noises made by the parts of a machine
- synonym:
- chatter ,
- chattering
1. Η γρήγορη σειρά θορύβων που γίνονται από τα μέρη μιας μηχανής
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- περιπλανώμαι
2. The high-pitched continuing noise made by animals (birds or monkeys)
- synonym:
- chatter ,
- chattering
2. Ο υψηλός συνεχιζόμενος θόρυβος που γίνεται από τα ζώα (πουλιά ή πιθήκους)
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- περιπλανώμαι
Examples of using
My teeth are chattering because of the cold.
Τα δόντια μου είναι κουλουριασμένα εξαιτίας του κρύου.
The teacher told us to stop chattering.
Ο δάσκαλος μας είπε να σταματήσουμε να κουβεντιάζουμε.