Translation meaning & definition of the word "chatter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιατέλα" στην ελληνική γλώσσα
Chatter
[Κατακλύζω]noun
1. Noisy talk
- synonym:
- yak ,
- yack ,
- yakety-yak ,
- chatter ,
- cackle
1. Θορυβώδης ομιλία
- συνώνυμο:
- γιακ ,
- υακ ,
- γιακίτι-γιακ ,
- παλαβόσ ,
- ανακατώνω
2. The rapid series of noises made by the parts of a machine
- synonym:
- chatter ,
- chattering
2. Η γρήγορη σειρά θορύβων που γίνονται από τα μέρη μιας μηχανής
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- περιπλανώμαι
3. The high-pitched continuing noise made by animals (birds or monkeys)
- synonym:
- chatter ,
- chattering
3. Ο υψηλός συνεχιζόμενος θόρυβος που γίνεται από τα ζώα (πουλιά ή πιθήκους)
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- περιπλανώμαι
verb
1. Click repeatedly or uncontrollably
- "Chattering teeth"
- synonym:
- chatter ,
- click
1. Κάντε κλικ επανειλημμένα ή ανεξέλεγκτα
- "Μαγευτικά δόντια"
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- κάντε κλικ στο
2. Cut unevenly with a chattering tool
- synonym:
- chatter
2. Κόψτε ανομοιόμορφα με ένα εργαλείο κοπής
- συνώνυμο:
- παλαβόσ
3. Talk socially without exchanging too much information
- "The men were sitting in the cafe and shooting the breeze"
- synonym:
- chew the fat ,
- shoot the breeze ,
- chat ,
- confabulate ,
- confab ,
- chitchat ,
- chit-chat ,
- chatter ,
- chaffer ,
- natter ,
- gossip ,
- jaw ,
- claver ,
- visit
3. Μιλήστε κοινωνικά χωρίς να ανταλλάξετε πολλές πληροφορίες
- "Οι άνδρες κάθονταν στο καφέ και πυροβολούσαν το αεράκι"
- συνώνυμο:
- μασήστε το λίπος ,
- πυροβολήστε το αεράκι ,
- συνομιλία ,
- εμπιστεύομαι ,
- προκαλώ ,
- τσιτσιτσιτάτο ,
- παιχνίδι ,
- παλαβόσ ,
- τσαλαπατέρασ ,
- φάτνερ ,
- κουτσομπολιό ,
- σαγόνι ,
- χλόη ,
- επίσκεψη
4. Speak (about unimportant matters) rapidly and incessantly
- synonym:
- chatter ,
- piffle ,
- palaver ,
- prate ,
- tittle-tattle ,
- twaddle ,
- clack ,
- maunder ,
- prattle ,
- blab ,
- gibber ,
- tattle ,
- blabber ,
- gabble
4. Μιλήστε (για ασήμαντα θέματα ) γρήγορα και αδιάκοπα
- συνώνυμο:
- παλαβόσ ,
- πιφλέ ,
- παλάτι ,
- τρυπώ ,
- κουδουνίζω ,
- τουλάχιστον ,
- κλακ ,
- παρατηρώ ,
- πρατσούλα ,
- μπλαμπ ,
- ανατριχιαστικόσ ,
- τατουάζ ,
- αμαυρώνω ,
- περιπλανώμαι
5. Make noise as if chattering away
- "The magpies were chattering in the trees"
- synonym:
- chatter
5. Κάντε θόρυβο σαν να απομακρύνεστε
- "Τα σκουλήκια τσαλακωνόταν στα δέντρα"
- συνώνυμο:
- παλαβόσ