Translation meaning & definition of the word "chastity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγνότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chastity
[Αγνότητα]/ʧæstəti/
noun
1. Abstaining from sexual relations (as because of religious vows)
- synonym:
- chastity ,
- celibacy ,
- sexual abstention
1. Αποχή από τις σεξουαλικές σχέσεις (ας λόγω θρησκευτικών βο)
- συνώνυμο:
- αγνότητα ,
- αγαμία ,
- σεξουαλική αποχή
2. Morality with respect to sexual relations
- synonym:
- virtue ,
- chastity ,
- sexual morality
2. Ηθική σε σχέση με τις σεξουαλικές σχέσεις
- συνώνυμο:
- αρετή ,
- αγνότητα ,
- σεξουαλική ηθική