Translation meaning & definition of the word "chaste" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chaste
[Απολαύστε]/ʧest/
adjective
1. Morally pure (especially not having experienced sexual intercourse)
- "A holy woman innocent and chaste"
- synonym:
- chaste
1. Ηθικά καθαρό (ειδικά δεν έχει βιώσει σεξουαλική επαφή)
- "Μια άγια γυναίκα αθώα και αγνή"
- συνώνυμο:
- αγνότητα
2. Pure and simple in design or style
- "A chaste border of conventionalized flowers"
- synonym:
- chaste
2. Καθαρό και απλό στο σχεδιασμό ή το ύφος
- "Ένα αγνό σύνορο συμβατικών λουλουδιών"
- συνώνυμο:
- αγνότητα
3. Abstaining from unlawful sexual intercourse
- synonym:
- chaste
3. Αποχή από παράνομη σεξουαλική επαφή
- συνώνυμο:
- αγνότητα