Translation meaning & definition of the word "chaser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chaser
[Κυνηγός]/ʧesər/
noun
1. A person who is pursuing and trying to overtake or capture
- "Always before he had been able to outwit his pursuers"
- synonym:
- pursuer ,
- chaser
1. Ένα άτομο που επιδιώκει και προσπαθεί να προσπεράσει ή να συλλάβει
- "Πάντα πριν καταφέρει να ξεπεράσει τους διώκτες του"
- συνώνυμο:
- διώκτησ ,
- κυνηγός
2. A drink to follow immediately after another drink
- synonym:
- chaser
2. Ένα ποτό που πρέπει να ακολουθήσετε αμέσως μετά από ένα άλλο ποτό
- συνώνυμο:
- κυνηγός
Examples of using
He has a reputation for being a skirt chaser.
Έχει τη φήμη ότι είναι κυνηγός φούστας.