Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "chase" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασθένεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Chase

[Κυνηγώ]
/ʧes/

noun

1. The act of pursuing in an effort to overtake or capture

  • "The culprit started to run and the cop took off in pursuit"
    synonym:
  • pursuit
  • ,
  • chase
  • ,
  • pursual
  • ,
  • following

1. Η πράξη της επιδίωξης σε μια προσπάθεια να προσπεράσει ή να συλλάβει

  • "Ο ένοχος άρχισε να τρέχει και ο μπάτσος απογειώθηκε στην αναζήτηση"
    συνώνυμο:
  • επιδίωξη
  • ,
  • κυνηγώ
  • ,
  • επιδιώκω
  • ,
  • ακολουθώντασ

2. United states politician and jurist who served as chief justice of the united states supreme court (1808-1873)

    synonym:
  • Chase
  • ,
  • Salmon P. Chase
  • ,
  • Salmon Portland Chase

2. Πολιτικός και νομικός των ηνωμένων πολιτειών που υπηρέτησε ως επικεφαλής δικαιοσύνη του ανωτάτου δικαστηρίου των ηπα (1808-1873)

    συνώνυμο:
  • Κυνηγώ
  • ,
  • Σολομός Π. Κυνηγώ
  • ,
  • Σολομός Πόρτλαντ Κατάσταση

3. A rectangular metal frame used in letterpress printing to hold together the pages or columns of composed type that are printed at one time

    synonym:
  • chase

3. Ένα ορθογώνιο μεταλλικό πλαίσιο που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση για να κρατήσει μαζί τις σελίδες ή τις στήλες του συνθετικού τύπου

    συνώνυμο:
  • κυνηγώ

verb

1. Go after with the intent to catch

  • "The policeman chased the mugger down the alley"
  • "The dog chased the rabbit"
    synonym:
  • chase
  • ,
  • chase after
  • ,
  • trail
  • ,
  • tail
  • ,
  • tag
  • ,
  • give chase
  • ,
  • dog
  • ,
  • go after
  • ,
  • track

1. Προχωρήστε με την πρόθεση να πιάσει

  • "Ο αστυνομικός κυνήγησε τον κακοποιό στο δρομάκι"
  • "Ο σκύλος κυνήγησε το κουνέλι"
    συνώνυμο:
  • κυνηγώ
  • ,
  • μονοπάτι
  • ,
  • ουρά
  • ,
  • ετικέτα
  • ,
  • δίνω κυνήγι
  • ,
  • σκύλος
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • παρακολουθώ

2. Pursue someone sexually or romantically

    synonym:
  • chase
  • ,
  • chase after

2. Ακολουθήστε κάποιον σεξουαλικά ή ρομαντικά

    συνώνυμο:
  • κυνηγώ

3. Cut a groove into

  • "Chase silver"
    synonym:
  • chase

3. Κόβω ένα αυλάκι

  • "Ασήμι κυνηγιού"
    συνώνυμο:
  • κυνηγώ

4. Cut a furrow into a columns

    synonym:
  • furrow
  • ,
  • chamfer
  • ,
  • chase

4. Κόψτε ένα αυλάκι σε στήλες

    συνώνυμο:
  • αυλάκι
  • ,
  • τσιπούρ
  • ,
  • κυνηγώ

Examples of using

Those who chase two rabbits at once will catch neither.
Εκείνοι που κυνηγούν δύο κουνέλια ταυτόχρονα δεν θα πιάσουν ούτε.
Those who chase two rabbits at once will catch neither.
Εκείνοι που κυνηγούν δύο κουνέλια ταυτόχρονα δεν θα πιάσουν ούτε.
Don't chase after fame.
Μην κυνηγάτε τη φήμη.