Translation meaning & definition of the word "chary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chary
[Ευχάριστοσ]/ʧɑri/
adjective
1. Characterized by great caution and wariness
- "A cagey avoidance of a definite answer"
- "Chary of the risks involved"
- "A chary investor"
- synonym:
- cagey ,
- cagy ,
- chary
1. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη προσοχή και ευτυχία
- "Μια κλουβιά αποφυγή μιας συγκεκριμένης απάντησης"
- "Το περιθώριο των εμπλεκόμενων κινδύνων"
- "Ένας επενδυτής"
- συνώνυμο:
- κλουβί ,
- παλαβόσ ,
- τσάρι