Translation meaning & definition of the word "chartered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chartered
[Χαρτογραφημένο]/ʧɑrtərd/
adjective
1. Hired for the exclusive temporary use of a group of travelers
- "A chartered plane"
- "The chartered buses arrived on time"
- synonym:
- chartered ,
- hired ,
- leased
1. Προσλαμβάνεται για την αποκλειστική προσωρινή χρήση μιας ομάδας ταξιδιωτών
- "Ναυλωμένο αεροπλάνο"
- "Τα ναυλωμένα λεωφορεία έφτασαν εγκαίρως"
- συνώνυμο:
- ναυλωμένο ,
- μισθωτόσ ,
- μισθωμένο