Translation meaning & definition of the word "charter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίμηνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Charter
[Χάρτης]/ʧɑrtər/
noun
1. A document incorporating an institution and specifying its rights
- Includes the articles of incorporation and the certificate of incorporation
- synonym:
- charter
1. Ένα έγγραφο που ενσωματώνει ένα ίδρυμα και καθορίζει τα δικαιώματά του
- Περιλαμβάνει τα άρθρα ενσωμάτωσης και το πιστοποιητικό ενσωμάτωσης
- συνώνυμο:
- χάρτης
2. A contract to hire or lease transportation
- synonym:
- charter
2. Σύμβαση μίσθωσης ή μίσθωσης μεταφοράς
- συνώνυμο:
- χάρτης
verb
1. Hold under a lease or rental agreement
- Of goods and services
- synonym:
- rent ,
- hire ,
- charter ,
- lease
1. Να τηρείται σε συμφωνία μίσθωσης ή μίσθωσης
- Αγαθών και υπηρεσιών
- συνώνυμο:
- ενοικίαση ,
- χάρτης ,
- μίσθωση
2. Grant a charter to
- synonym:
- charter
2. Παραχωρώ έναν χάρτη για
- συνώνυμο:
- χάρτης
3. Engage for service under a term of contract
- "We took an apartment on a quiet street"
- "Let's rent a car"
- "Shall we take a guide in rome?"
- synonym:
- lease ,
- rent ,
- hire ,
- charter ,
- engage ,
- take
3. Εμπλακείτε σε υπηρεσία με συμβατική περίοδο
- "Πήραμε ένα διαμέρισμα σε έναν ήσυχο δρόμο"
- "Ας νοικιάσετε ένα αυτοκίνητο"
- "Θα πάρουμε οδηγό στη ρώμη?"
- συνώνυμο:
- μίσθωση ,
- ενοικίαση ,
- χάρτης ,
- εμπλέκομαι ,
- παίρνω