Translation meaning & definition of the word "chart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάγραμμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chart
[Διάγραμμα]/ʧɑrt/
noun
1. A visual display of information
- synonym:
- chart
1. Μια οπτική επίδειξη των πληροφοριών
- συνώνυμο:
- γράφημα
2. A map designed to assist navigation by air or sea
- synonym:
- chart
2. Ένας χάρτης που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει την πλοήγηση αεροπορικώς ή τη θάλασσα
- συνώνυμο:
- γράφημα
verb
1. Make a chart of
- "Chart the territory"
- synonym:
- chart
1. Κάνω ένα γράφημα
- "Χαράξτε την περιοχή"
- συνώνυμο:
- γράφημα
2. Plan in detail
- "Bush is charting a course to destroy saddam hussein"
- synonym:
- chart
2. Σχεδιάστε λεπτομερώς
- "Το μπους χαρτογραφεί μια πορεία για να καταστρέψει τον σαντάμ χουσεΐν"
- συνώνυμο:
- γράφημα
3. Represent by means of a graph
- "Chart the data"
- synonym:
- graph ,
- chart
3. Αντιπροσωπεύουν μέσω ενός γραφήματος
- "Διαγράψτε τα δεδομένα"
- συνώνυμο:
- γράφω ,
- γράφημα
Examples of using
This song is No. 100 on the hit chart.
Αυτό το τραγούδι είναι Νο 100 στο γράφημα χτυπήματος.
This song is No. 1 on the hit chart.
Αυτό το τραγούδι είναι Νο 1 στο γράφημα χτυπήματος.