Translation meaning & definition of the word "charitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλάνθρωπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Charitable
[Φιλανθρωπικός]/ʧærətəbəl/
adjective
1. Relating to or characterized by charity
- "A charitable foundation"
- synonym:
- charitable
1. Σχετικά με ή χαρακτηρίζονται από φιλανθρωπία
- "Φιλανθρωπικό ίδρυμα"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ
2. Full of love and generosity
- "Charitable to the poor"
- "A charitable trust"
- synonym:
- charitable
2. Γεμάτη αγάπη και γενναιοδωρία
- "Φιλικό για τους φτωχούς"
- "Φιλανθρωπική εμπιστοσύνη"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ
3. Showing or motivated by sympathy and understanding and generosity
- "Was charitable in his opinions of others"
- "Kindly criticism"
- "A kindly act"
- "Sympathetic words"
- "A large-hearted mentor"
- synonym:
- charitable ,
- benevolent ,
- kindly ,
- sympathetic ,
- good-hearted ,
- openhearted ,
- large-hearted
3. Επίδειξη ή κίνητρο από συμπάθεια και κατανόηση και γενναιοδωρία
- "Ήταν φιλανθρωπικό στις απόψεις του για τους άλλους"
- "Καλή κριτική"
- "Ευγενική πράξη"
- "Συμπαθητικές λέξεις"
- "Ένας μεγάλος μέντορας"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ευγενικά ,
- συμπαθητικόσ ,
- καλόκαρδος ,
- ανοιχτόκαρδοσ ,
- μεγαλόκαρδος