Translation meaning & definition of the word "charismatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρισματικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Charismatic
[Χαρισματικόσ]/kɛrɪzmætɪk/
adjective
1. Possessing an extraordinary ability to attract
- "A charismatic leader"
- "A magnetic personality"
- synonym:
- charismatic ,
- magnetic
1. Διαθέτουν μια εξαιρετική ικανότητα να προσελκύουν
- "Χαρισματικός ηγέτης"
- "Μαγνητική προσωπικότητα"
- συνώνυμο:
- χαρισματικόσ ,
- μαγνητικός
Examples of using
Tom is charismatic.
Ο Τομ είναι χαρισματικός.