Translation meaning & definition of the word "chariot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαριώτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chariot
[Χαριτών]/ʧɛriət/
noun
1. A light four-wheel horse-drawn ceremonial carriage
- synonym:
- chariot
1. Μια ελαφριά τετράτροχη τελετουργική άμαξα
- συνώνυμο:
- άρμα
2. A two-wheeled horse-drawn battle vehicle
- Used in war and races in ancient egypt and greece and rome
- synonym:
- chariot
2. Ένα δίτροχο όχημα μάχης με άλογο
- Χρησιμοποιείται σε πόλεμο και φυλές στην αρχαία αίγυπτο και την ελλάδα και τη ρώμη
- συνώνυμο:
- άρμα
verb
1. Transport in a chariot
- synonym:
- chariot
1. Μεταφορά σε άρμα
- συνώνυμο:
- άρμα
2. Ride in a chariot
- synonym:
- chariot
2. Βόλτα με άρμα
- συνώνυμο:
- άρμα