Translation meaning & definition of the word "charger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Charger
[Φορτιστής]/ʧɑrʤər/
noun
1. Formerly a strong swift horse ridden into battle
- synonym:
- charger ,
- courser
1. Παλαιότερα ένα δυνατό γρήγορο άλογο οδηγούσε στη μάχη
- συνώνυμο:
- φορτιστής ,
- ευγενήσ
2. A device for charging or recharging batteries
- synonym:
- charger ,
- battery charger
2. Μια συσκευή για τη φόρτιση ή την επαναφόρτιση των μπαταριών
- συνώνυμο:
- φορτιστής ,
- φορτιστής μπαταρίας
Examples of using
I lost the charger to my phone.
Έχασα το φορτιστή στο τηλέφωνό μου.