Translation meaning & definition of the word "chargeable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορτιζόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chargeable
[Φορτιζόμενο]/ʧɑrʤəbəl/
adjective
1. Liable to be accused, or cause for such liability
- "The suspect was chargeable"
- "An indictable offense"
- synonym:
- chargeable ,
- indictable
1. Υπό την ευθύνη να κατηγορηθεί ή να προκαλέσει τέτοια ευθύνη
- "Ο ύποπτος ήταν αναιρετικός"
- "Αδικαιολόγητο αδίκημα"
- συνώνυμο:
- φορτιζόμενο ,
- αδικαιολόγητοσ