Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "charge" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φόρτιση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Charge

[Χρέωση]
/ʧɑrʤ/

noun

1. An impetuous rush toward someone or something

  • "The wrestler's charge carried him past his adversary"
  • "The battle began with a cavalry charge"
    synonym:
  • charge

1. Μια απότομη βιασύνη προς κάποιον ή κάτι τέτοιο

  • "Η κατηγορία του παλαιστή τον οδήγησε πέρα από τον αντίπαλό του"
  • "Η μάχη ξεκίνησε με μια κατηγορία ιππικού"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

2. (criminal law) a pleading describing some wrong or offense

  • "He was arrested on a charge of larceny"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • complaint

2. (εγκληματικό δίκαιο ) μια έκκληση που περιγράφει κάποιο λάθος ή αδίκημα

  • "Συνελήφθη με την κατηγορία της λαρκενίας"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • καταγγελία

3. The price charged for some article or service

  • "The admission charge"
    synonym:
  • charge

3. Η τιμή χρεώνεται για κάποιο άρθρο ή υπηρεσία

  • "Η χρέωση εισδοχής"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

4. The quantity of unbalanced electricity in a body (either positive or negative) and construed as an excess or deficiency of electrons

  • "The battery needed a fresh charge"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • electric charge

4. Η ποσότητα της μη ισορροπημένης ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα σώμα (είτε θετικό είτε αρνητικό) και ερμηνεύεται ως περίσσεια ή ανεπάρκεια

  • "Η μπαταρία χρειαζόταν νέα φόρτιση"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • ηλεκτρικό φορτίο

5. Attention and management implying responsibility for safety

  • "He is in the care of a bodyguard"
    synonym:
  • care
  • ,
  • charge
  • ,
  • tutelage
  • ,
  • guardianship

5. Προσοχή και διαχείριση που συνεπάγεται ευθύνη για την ασφάλεια

  • "Είναι στη φροντίδα ενός σωματοφύλακα"
    συνώνυμο:
  • φροντίδα
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • εκπαιδευτικό
  • ,
  • κηδεμονία

6. A special assignment that is given to a person or group

  • "A confidential mission to london"
  • "His charge was deliver a message"
    synonym:
  • mission
  • ,
  • charge
  • ,
  • commission

6. Μια ειδική ανάθεση που δίνεται σε ένα άτομο ή μια ομάδα

  • "Εμπιστευτική αποστολή στο λονδίνο"
  • "Η χρέωσή του παραδόθηκε ένα μήνυμα"
    συνώνυμο:
  • αποστολή
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • επιτροπή

7. A person committed to your care

  • "The teacher led her charges across the street"
    synonym:
  • charge

7. Ένα άτομο που δεσμεύεται για τη φροντίδα σας

  • "Η δασκάλα οδήγησε τις κατηγορίες της στο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

8. Financial liabilities (such as a tax)

  • "The charges against the estate"
    synonym:
  • charge

8. Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (όπως ένα ταξίμ)

  • "Οι κατηγορίες εναντίον του κτήματος"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

9. (psychoanalysis) the libidinal energy invested in some idea or person or object

  • "Freud thought of cathexis as a psychic analog of an electrical charge"
    synonym:
  • cathexis
  • ,
  • charge

9. (ψυχανάλυση) η λιβιδική ενέργεια που επενδύεται σε κάποια ιδέα ή πρόσωπο ή αντικείμενο

  • "Η απάντηση θεωρούσε την κατεξία ως ένα ψυχικό ανάλογο ενός ηλεκτρικού φορτίου"
    συνώνυμο:
  • κατηχήσ
  • ,
  • χρέωση

10. The swift release of a store of affective force

  • "They got a great bang out of it"
  • "What a boot!"
  • "He got a quick rush from injecting heroin"
  • "He does it for kicks"
    synonym:
  • bang
  • ,
  • boot
  • ,
  • charge
  • ,
  • rush
  • ,
  • flush
  • ,
  • thrill
  • ,
  • kick

10. Η γρήγορη απελευθέρωση ενός καταστήματος συναισθηματικής δύναμης

  • "Πήραν ένα μεγάλο κτύπημα έξω από αυτό"
  • "Τι μπότα!"
  • "Πήρε μια γρήγορη βιασύνη από την έγχυση ηρωίνης"
  • "Το κάνει για κλωτσιές"
    συνώνυμο:
  • μπανγκ
  • ,
  • μποτάκι
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • βιασύνη
  • ,
  • επίπλευση
  • ,
  • συγκίνηση
  • ,
  • παραδίνω

11. Request for payment of a debt

  • "They submitted their charges at the end of each month"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • billing

11. Αίτηση πληρωμής χρέους

  • "Υπέβαλαν τις κατηγορίες τους στο τέλος κάθε μήνα"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

12. A formal statement of a command or injunction to do something

  • "The judge's charge to the jury"
    synonym:
  • commission
  • ,
  • charge
  • ,
  • direction

12. Μια επίσημη δήλωση εντολής ή εντολής για να κάνει κάτι

  • "Η κατηγορία του δικαστή στην κριτική επιτροπή"
    συνώνυμο:
  • επιτροπή
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • κατεύθυνση

13. An assertion that someone is guilty of a fault or offence

  • "The newspaper published charges that jones was guilty of drunken driving"
    synonym:
  • accusation
  • ,
  • charge

13. Ισχυρισμός ότι κάποιος είναι ένοχος για λάθος ή αδίκημα

  • "Η εφημερίδα δημοσίευσε κατηγορίες ότι ο τζόουνς ήταν ένοχος για μεθυσμένη οδήγηση"
    συνώνυμο:
  • κατηγορία
  • ,
  • χρέωση

14. Heraldry consisting of a design or image depicted on a shield

    synonym:
  • charge
  • ,
  • bearing
  • ,
  • heraldic bearing
  • ,
  • armorial bearing

14. Εραλδική που αποτελείται από ένα σχέδιο ή μια εικόνα που απεικονίζεται σε μια ασπίδα

    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • ρουλεμάν
  • ,
  • εραλδικό ρουλεμάν
  • ,
  • οπλοστάσιο

15. A quantity of explosive to be set off at one time

  • "This cartridge has a powder charge of 50 grains"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • burster
  • ,
  • bursting charge
  • ,
  • explosive charge

15. Μια ποσότητα εκρηκτικού που πρόκειται να ανασταλεί ταυτόχρονα

  • "Αυτή η κασέτα έχει ένα φορτίο σκονών 50 σιταριών"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • τραγανίζω
  • ,
  • εκρηκτική χρέωση
  • ,
  • εκρηκτικό φορτίο

verb

1. To make a rush at or sudden attack upon, as in battle

  • "He saw jess charging at him with a pitchfork"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • bear down

1. Για να κάνει μια βιασύνη σε ή ξαφνική επίθεση, όπως στη μάχη

  • "Είδε τον τζες να του χρεώνει με ένα πελαργό"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • αναπηδώ

2. Blame for, make a claim of wrongdoing or misbehavior against

  • "He charged the director with indifference"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • accuse

2. Κατηγορείτε, κάνετε μια αξίωση αδικίας ή κακής συμπεριφοράς εναντίον

  • "Κατηγόρησε τον σκηνοθέτη για αδιαφορία"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • κατηγορώ

3. Demand payment

  • "Will i get charged for this service?"
  • "We were billed for 4 nights in the hotel, although we stayed only 3 nights"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • bill

3. Πληρωμή ζήτησης

  • "Θα χρεωθώ για αυτή την υπηρεσία?"
  • "Χρεωθήκαμε για 4 νύχτες στο ξενοδοχείο, αν και μείναμε μόνο 3 νύχτες"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • λογαριασμός

4. Move quickly and violently

  • "The car tore down the street"
  • "He came charging into my office"
    synonym:
  • tear
  • ,
  • shoot
  • ,
  • shoot down
  • ,
  • charge
  • ,
  • buck

4. Κινηθείτε γρήγορα και βίαια

  • "Το αυτοκίνητο έσκισε στο δρόμο"
  • "Έφτασε στο γραφείο μου"
    συνώνυμο:
  • σχίζω
  • ,
  • πυροβολώ
  • ,
  • καταρρίπτω
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • παραπάνω

5. Assign a duty, responsibility or obligation to

  • "He was appointed deputy manager"
  • "She was charged with supervising the creation of a concordance"
    synonym:
  • appoint
  • ,
  • charge

5. Ανάθεση καθήκοντος, ευθύνης ή υποχρέωσης

  • "Οριστικά διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής"
  • "Κατηγορήθηκε για την επίβλεψη της δημιουργίας μιας συμφωνίας"
    συνώνυμο:
  • διορίζω
  • ,
  • χρέωση

6. File a formal charge against

  • "The suspect was charged with murdering his wife"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • lodge
  • ,
  • file

6. Υποβάλετε επίσημη χρέωση κατά

  • "Ο ύποπτος κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της συζύγου του"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • ενοικιάζω
  • ,
  • αρχείο

7. Make an accusatory claim

  • "The defense attorney charged that the jurors were biased"
    synonym:
  • charge

7. Προβαίνω σε κατηγορητική αξίωση

  • "Ο συνήγορος υπεράσπισης κατηγόρησε ότι οι δικαστές ήταν προκατειλημμένοι"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

8. Fill or load to capacity

  • "Charge the wagon with hay"
    synonym:
  • charge

8. Γεμίστε ή φορτώστε στη χωρητικότητα

  • "Φορτίστε το βαγόνι με σανό"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

9. Enter a certain amount as a charge

  • "He charged me $15"
    synonym:
  • charge

9. Εισάγετε ένα συγκεκριμένο ποσό ως χρέωση

  • "Με χρέωσε $15"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

10. Cause to be admitted

  • Of persons to an institution
  • "After the second episode, she had to be committed"
  • "He was committed to prison"
    synonym:
  • commit
  • ,
  • institutionalize
  • ,
  • institutionalise
  • ,
  • send
  • ,
  • charge

10. Αιτία να γίνει δεκτός

  • Προσώπων σε ίδρυμα
  • "Μετά το δεύτερο επεισόδιο, έπρεπε να δεσμευτεί"
  • "Δεσμεύτηκε στη φυλακή"
    συνώνυμο:
  • αποφασίζω
  • ,
  • θεσμοθετώ
  • ,
  • αποστολή
  • ,
  • χρέωση

11. Give over to another for care or safekeeping

  • "Consign your baggage"
    synonym:
  • consign
  • ,
  • charge

11. Παραδώστε σε άλλο για φροντίδα ή φύλαξη

  • "Παραδώστε τις αποσκευές σας"
    συνώνυμο:
  • παραδίδω
  • ,
  • χρέωση

12. Pay with a credit card

  • Pay with plastic money
  • Postpone payment by recording a purchase as a debt
  • "Will you pay cash or charge the purchase?"
    synonym:
  • charge

12. Πληρώστε με πιστωτική κάρτα

  • Πληρώστε με πλαστικά χρήματα
  • Αναβάλετε την πληρωμή με την καταγραφή μιας αγοράς ως χρέος
  • "Θα πληρώσεις μετρητά ή θα χρεώσεις την αγορά?"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

13. Lie down on command, of hunting dogs

    synonym:
  • charge

13. Ξαπλώστε στη διοίκηση, των κυνηγετικών σκύλων

    συνώνυμο:
  • χρέωση

14. Cause to be agitated, excited, or roused

  • "The speaker charged up the crowd with his inflammatory remarks"
    synonym:
  • agitate
  • ,
  • rouse
  • ,
  • turn on
  • ,
  • charge
  • ,
  • commove
  • ,
  • excite
  • ,
  • charge up

14. Αιτία να είναι ταραγμένος, ενθουσιασμένος, ή ξεσηκωμένος

  • "Ο ομιλητής κατηγόρησε το πλήθος για τις φλεγμονώδεις παρατηρήσεις του"
    συνώνυμο:
  • αναστατώνω
  • ,
  • παλιάνθρωποσ
  • ,
  • ενεργοποιώ
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • αναμειγνύω
  • ,
  • ενθουσιάζω
  • ,
  • φορτίζω

15. Place a heraldic bearing on

  • "Charge all weapons, shields, and banners"
    synonym:
  • charge

15. Τοποθετήστε ένα εραλδικό ρουλεμάν

  • "Φορτίστε όλα τα όπλα, τις ασπίδες και τα πανό"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

16. Provide (a device) with something necessary

  • "He loaded his gun carefully"
  • "Load the camera"
    synonym:
  • load
  • ,
  • charge

16. Παρέχετε ( συσκευή) με κάτι απαραίτητο

  • "Φόρτωσε το όπλο του προσεκτικά"
  • "Κατεβάστε την κάμερα"
    συνώνυμο:
  • φορτίο
  • ,
  • χρέωση

17. Direct into a position for use

  • "Point a gun"
  • "He charged his weapon at me"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • level
  • ,
  • point

17. Απευθείας σε θέση χρήσης

  • "Σημειώστε ένα όπλο"
  • "Μου χρέωσε το όπλο του"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • επίπεδο
  • ,
  • σημείο

18. Impose a task upon, assign a responsibility to

  • "He charged her with cleaning up all the files over the weekend"
    synonym:
  • charge
  • ,
  • saddle
  • ,
  • burden

18. Επιβάλλει μια εργασία σε, αναθέτει την ευθύνη να

  • "Την χρέωσε για τον καθαρισμό όλων των αρχείων το σαββατοκύριακο"
    συνώνυμο:
  • χρέωση
  • ,
  • σέλα
  • ,
  • επιβάρυνση

19. Instruct (a jury) about the law, its application, and the weighing of evidence

    synonym:
  • charge

19. Εκπαιδεύστε την κριτική επιτροπή ( για το νόμο, την εφαρμογή του και τη ζύγιση των αποδεικτικών στοιχείων

    συνώνυμο:
  • χρέωση

20. Instruct or command with authority

  • "The teacher charged the children to memorize the poem"
    synonym:
  • charge

20. Καθοδήγηση ή εντολή με αρχή

  • "Ο δάσκαλος ζήτησε από τα παιδιά να απομνημονεύσουν το ποίημα"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

21. Attribute responsibility to

  • "We blamed the accident on her"
  • "The tragedy was charged to her inexperience"
    synonym:
  • blame
  • ,
  • charge

21. Αποδίδουν την ευθύνη σε

  • "Κατηγορήσαμε το ατύχημα πάνω της"
  • "Η τραγωδία κατηγορήθηκε για την απειρία της"
    συνώνυμο:
  • ευθύνη
  • ,
  • χρέωση

22. Set or ask for a certain price

  • "How much do you charge for lunch?"
  • "This fellow charges $100 for a massage"
    synonym:
  • charge

22. Ορίστε ή ζητήστε μια συγκεκριμένη τιμή

  • "Πόσα χρεώνετε για μεσημεριανό γεύμα?"
  • "Αυτός ο συνάδελφος χρεώνει $100 για ένα μασάζ"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

23. Cause formation of a net electrical charge in or on

  • "Charge a conductor"
    synonym:
  • charge

23. Αιτία σχηματισμού καθαρού ηλεκτρικού φορτίου μέσα ή πάνω

  • "Χρέωση αγωγού"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

24. Energize a battery by passing a current through it in the direction opposite to discharge

  • "I need to charge my car battery"
    synonym:
  • charge

24. Ενεργοποιήστε μια μπαταρία περνώντας ένα ρεύμα μέσα από αυτό προς την κατεύθυνση αντίθετη προς την εκφόρτιση

  • "Πρέπει να φορτίσω την μπαταρία του αυτοκινήτου μου"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

25. Saturate

  • "The room was charged with tension and anxiety"
    synonym:
  • charge

25. Κορεσμένοσ

  • "Το δωμάτιο κατηγορήθηκε για ένταση και άγχος"
    συνώνυμο:
  • χρέωση

Examples of using

What do they charge for room and board?
Τι χρεώνουν για το δωμάτιο και το σκάφος?
"Link, I need you." "Finally! I'll take off my clothes!" "Not in that sense, silly. Today is father's birthday!" "The King has a birthday?!" "Yes. You'll be in charge of the decorations and I'll invite the guests!"
"Σύνδεσε, σε χρειάζομαι." "Τελικά! Θα βγάλω τα ρούχα μου!" "Όχι με αυτή την έννοια, ανόητε. Σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα!" "Ο βασιλιάς έχει γενέθλια?!" "Ναι. Θα είστε υπεύθυνοι για τις διακοσμήσεις και θα προσκαλέσω τους επισκέπτες!"
He is going to take charge of a project concerning the future of the company.
Πρόκειται να αναλάβει ένα έργο σχετικά με το μέλλον της εταιρείας.