Translation meaning & definition of the word "charcoal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άνθρακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Charcoal
[Κάρβουνο]/ʧɑrkoʊl/
noun
1. A carbonaceous material obtained by heating wood or other organic matter in the absence of air
- synonym:
- charcoal ,
- wood coal
1. Ένα ανθρακούχο υλικό που λαμβάνεται με θέρμανση ξύλου ή άλλης οργανικής ύλης ελλείψει αέρα
- συνώνυμο:
- κάρβουνο ,
- άνθρακας ξύλου
2. A stick of black carbon material used for drawing
- synonym:
- charcoal ,
- fusain
2. Ένα ραβδί του μαύρου υλικού άνθρακα που χρησιμοποιείται για το σχέδιο
- συνώνυμο:
- κάρβουνο ,
- φουσαΐνη
3. A very dark grey color
- synonym:
- charcoal ,
- charcoal grey ,
- charcoal gray ,
- oxford grey ,
- oxford gray
3. Ένα πολύ σκούρο γκρι χρώμα
- συνώνυμο:
- κάρβουνο ,
- γκρι άνθρακα ,
- γκρι ξυλάνθρακας ,
- οξφόρδη γκρι
4. A drawing made with a stick of black carbon material
- synonym:
- charcoal
4. Ένα σχέδιο που γίνεται με ένα ραβδί του μαύρου υλικού άνθρακα
- συνώνυμο:
- κάρβουνο
verb
1. Draw, trace, or represent with charcoal
- synonym:
- charcoal
1. Σχεδιάστε, εντοπίστε ή αντιπροσωπεύστε με κάρβουνο
- συνώνυμο:
- κάρβουνο
adjective
1. Of a very dark grey
- synonym:
- charcoal ,
- charcoal-grey ,
- charcoal-gray
1. Από ένα πολύ σκούρο γκρι
- συνώνυμο:
- κάρβουνο ,
- γκρι ξυλάνθρακα ,
- γκρι άνθρακα