Translation meaning & definition of the word "char" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Char
[Χαρ]/ʧɑr/
noun
1. A charred substance
- synonym:
- char
1. Μια απανθρακωμένη ουσία
- συνώνυμο:
- χαρ
2. A human female employed to do housework
- "The char will clean the carpet"
- "I have a woman who comes in four hours a day while i write"
- synonym:
- charwoman ,
- char ,
- cleaning woman ,
- cleaning lady ,
- woman
2. Μια ανθρώπινη γυναίκα που εργάζεται για να κάνει οικιακές εργασίες
- "Το άρμα θα καθαρίσει το χαλί"
- "Έχω μια γυναίκα που έρχεται σε τέσσερις ώρες την ημέρα ενώ γράφω"
- συνώνυμο:
- τσάρλερ ,
- χαρ ,
- γυναίκα καθαρισμού ,
- κυρία καθαρισμού ,
- γυναίκα
3. Any of several small trout-like fish of the genus salvelinus
- synonym:
- char ,
- charr
3. Οποιοδήποτε από τα πολλά μικρά ψάρια πέστροφας του γένους σαλβελίνος
- συνώνυμο:
- χαρ ,
- τσαρ
verb
1. Burn to charcoal
- "Without a drenching rain, the forest fire will char everything"
- synonym:
- char ,
- coal
1. Καίω σε κάρβουνο
- "Χωρίς μια βροχή, η φωτιά του δάσους θα σαρώσει τα πάντα"
- συνώνυμο:
- χαρ ,
- άνθρακας
2. Burn slightly and superficially so as to affect color
- "The cook blackened the chicken breast"
- "The fire charred the ceiling above the mantelpiece"
- "The flames scorched the ceiling"
- synonym:
- char ,
- blacken ,
- sear ,
- scorch
2. Κάψτε ελαφρώς και επιφανειακά έτσι ώστε να επηρεάσει το χρώμα
- "Ο μάγειρας μαύρωσε το στήθος του κοτόπουλου"
- "Η φωτιά σταμάτησε το ταβάνι πάνω από το τεμάχιο του μανδύα"
- "Οι φλόγες κατέστρεψαν το ταβάνι"
- συνώνυμο:
- χαρ ,
- μαυρίζω ,
- επιστρέφω ,
- καυχηματίασ