Translation meaning & definition of the word "chapel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καπέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chapel
[Παρεκκλήσι]/ʧæpəl/
noun
1. A place of worship that has its own altar
- synonym:
- chapel
1. Ένας τόπος λατρείας που έχει το δικό του βωμό
- συνώνυμο:
- παρεκκλήσι
2. A service conducted in a place of worship that has its own altar
- "He was late for chapel"
- synonym:
- chapel service ,
- chapel
2. Μια υπηρεσία που διεξάγεται σε έναν τόπο λατρείας που έχει το δικό της βωμό
- "Έφτασε αργά για παρεκκλήσι"
- συνώνυμο:
- υπηρεσία παρεκκλησίου ,
- παρεκκλήσι
Examples of using
Tom was surprised to find Mary sitting all alone in the chapel.
Ο Τομ ξαφνιάστηκε που βρήκε τη Μαίρη να κάθεται ολομόναχη στο παρεκκλήσι.