Translation meaning & definition of the word "chant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσιγκούνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chant
[Ψαλμωδία]/ʧænt/
noun
1. A repetitive song in which as many syllables as necessary are assigned to a single tone
- synonym:
- chant
1. Ένα επαναλαμβανόμενο τραγούδι στο οποίο όσες συλλαβές είναι απαραίτητες ανατίθενται σε έναν ενιαίο τόνο
- συνώνυμο:
- τραγουδώ
verb
1. Recite with musical intonation
- Recite as a chant or a psalm
- "The rabbi chanted a prayer"
- synonym:
- chant ,
- intone ,
- intonate ,
- cantillate
1. Απαγγείλετε με μουσικό τόνο
- Απαγγείλετε ως ψαλμός ή ψαλμός
- "Ο ραβίνος φώναξε μια προσευχή"
- συνώνυμο:
- τραγουδώ ,
- εντοπίζω ,
- τονίζω ,
- καντιλλικό
2. Utter monotonously and repetitively and rhythmically
- "The students chanted the same slogan over and over again"
- synonym:
- tone ,
- chant ,
- intone
2. Απόλυτα μονότονα και επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά
- "Οι μαθητές φώναζαν το ίδιο σύνθημα ξανά και ξανά"
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- τραγουδώ ,
- εντοπίζω