Translation meaning & definition of the word "changer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Changer
[Αλλαγή]/ʧenʤər/
noun
1. A person who changes something
- "An inveterate changer of the menu"
- synonym:
- changer ,
- modifier
1. Ένας άνθρωπος που αλλάζει κάτι
- "Ένας αλλαγμένος ανταλλάκτης του μενού"
- συνώνυμο:
- αλλαγή ,
- τροποποιητήσ
2. An automatic mechanical device on a record player that causes new records to be played without manual intervention
- synonym:
- record changer ,
- auto-changer ,
- changer
2. Μια αυτόματη μηχανική συσκευή σε ένα δίσκο που προκαλεί την αναπαραγωγή νέων εγγραφών χωρίς χειροκίνητη παρέμβαση
- συνώνυμο:
- αλλαγή εγγραφής ,
- αυτόματος-αλλαγή ,
- αλλαγή