Translation meaning & definition of the word "changeable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταβλητή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Changeable
[Μεταβλητόσ]/ʧenʤəbəl/
adjective
1. Capable of or tending to change in form or quality or nature
- "A mutable substance"
- "The mutable ways of fortune"
- "Mutable weather patterns"
- "A mutable foreign policy"
- synonym:
- mutable ,
- changeable
1. Ικανός ή τείνει να αλλάξει τη μορφή ή την ποιότητα ή τη φύση
- "Μεταλλαγμένη ουσία"
- "Οι μεταβαλλόμενοι τρόποι της τύχης"
- "Αλλαγές στα καιρικά φαινόμενα"
- "Μεταβαλλόμενη εξωτερική πολιτική"
- συνώνυμο:
- μεταβλητός ,
- μεταβλητόσ
2. Such that alteration is possible
- Having a marked tendency to change
- "Changeable behavior"
- "Changeable moods"
- "Changeable prices"
- synonym:
- changeable ,
- changeful
2. Αυτή η αλλαγή είναι δυνατή
- Έχοντας μια σημαντική τάση να αλλάζει
- "Μεταβαλλόμενη συμπεριφορά"
- "Μεταβλητές διαθέσεις"
- "Μεταβλητές τιμές"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- μεταβλητός
3. Subject to change
- "A changeable climate"
- "The weather is uncertain"
- "Unsettled weather with rain and hail and sunshine coming one right after the other"
- synonym:
- changeable ,
- uncertain ,
- unsettled
3. Υπόκειται σε αλλαγή
- "Μεταβλητό κλίμα"
- "Ο καιρός είναι αβέβαιος"
- "Ανήσυχος καιρός με βροχή και χαλάζι και ηλιοφάνεια που έρχεται το ένα αμέσως μετά το άλλο"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- αβέβαιος ,
- ανήσυχοσ
4. Varying in color when seen in different lights or from different angles
- "Changeable taffeta"
- "Chatoyant (or shot) silk"
- "A dragonfly hovered, vibrating and iridescent"
- synonym:
- changeable ,
- chatoyant ,
- iridescent ,
- shot
4. Ποικίλλει στο χρώμα όταν φαίνεται σε διαφορετικά φώτα ή από διαφορετικές γωνίες
- "Μεταβλητή ταφτά"
- "Καταλαβαίνω (ορ κυνηγημένο) μετάξι"
- "Μια λιβελούλα που αιωρείται, δονείται και ιριδίζουσα"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- επιτηδευμένοσ ,
- ιριδίζον ,
- πυροβολισμός