Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "change" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλαγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Change

[Αλλαγή]
/ʧenʤ/

noun

1. An event that occurs when something passes from one state or phase to another

  • "The change was intended to increase sales"
  • "This storm is certainly a change for the worse"
  • "The neighborhood had undergone few modifications since his last visit years ago"
    synonym:
  • change
  • ,
  • alteration
  • ,
  • modification

1. Ένα γεγονός που συμβαίνει όταν κάτι περνά από τη μία κατάσταση ή φάση στην άλλη

  • "Η αλλαγή προοριζόταν για την αύξηση των πωλήσεων"
  • "Αυτή η καταιγίδα είναι σίγουρα μια αλλαγή προς το χειρότερο"
  • "Η γειτονιά είχε υποστεί λίγες τροποποιήσεις από την τελευταία του επίσκεψη πριν από χρόνια"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • τροποποίηση

2. A relational difference between states

  • Especially between states before and after some event
  • "He attributed the change to their marriage"
    synonym:
  • change

2. Μια σχεσιακή διαφορά μεταξύ των κρατών

  • Ειδικά μεταξύ των κρατών πριν και μετά από κάποιο γεγονός
  • "Απέδωσε την αλλαγή στο γάμο τους"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

3. The action of changing something

  • "The change of government had no impact on the economy"
  • "His change on abortion cost him the election"
    synonym:
  • change

3. Η δράση της αλλαγής κάτι

  • "Η αλλαγή της κυβέρνησης δεν είχε καμία επίδραση στην οικονομία"
  • "Η αλλαγή της έκτρωσης του κόστισε τις εκλογές"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

4. The result of alteration or modification

  • "There were marked changes in the lining of the lungs"
  • "There had been no change in the mountains"
    synonym:
  • change

4. Το αποτέλεσμα της αλλαγής ή της τροποποίησης

  • "Υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην επένδυση των πνευμόνων"
  • "Δεν υπήρξε καμία αλλαγή στα βουνά"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

5. The balance of money received when the amount you tender is greater than the amount due

  • "I paid with a twenty and pocketed the change"
    synonym:
  • change

5. Το υπόλοιπο των χρημάτων που λαμβάνετε όταν το ποσό που προσφέρετε είναι μεγαλύτερο από το οφειλόμενο ποσό

  • "Πλήρωσα με είκοσι και τσέπησα την αλλαγή"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

6. A thing that is different

  • "He inspected several changes before selecting one"
    synonym:
  • change

6. Ένα πράγμα που είναι διαφορετικό

  • "Επιθεώρησε πολλές αλλαγές πριν επιλέξει μία"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

7. A different or fresh set of clothes

  • "She brought a change in her overnight bag"
    synonym:
  • change

7. Ένα διαφορετικό ή φρέσκο σύνολο ρούχων

  • "Έφερε μια αλλαγή στην τσάντα της για μια νύχτα"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

8. Coins of small denomination regarded collectively

  • "He had a pocketful of change"
    synonym:
  • change

8. Νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας που εξετάζονται συλλογικά

  • "Είχε μια τρομερή αλλαγή"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

9. Money received in return for its equivalent in a larger denomination or a different currency

  • "He got change for a twenty and used it to pay the taxi driver"
    synonym:
  • change

9. Χρήματα που λαμβάνονται σε αντάλλαγμα για το ισοδύναμό τους σε μεγαλύτερη ονομασία ή διαφορετικό νόμισμα

  • "Πήρε αλλαγή για είκοσι και το χρησιμοποίησε για να πληρώσει τον οδηγό ταξί"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

10. A difference that is usually pleasant

  • "He goes to france for variety"
  • "It is a refreshing change to meet a woman mechanic"
    synonym:
  • variety
  • ,
  • change

10. Μια διαφορά που συνήθως είναι ευχάριστη

  • "Πηγαίνει στη γαλλία για ποικιλία"
  • "Είναι μια αναζωογονητική αλλαγή για να συναντήσετε μια μηχανική γυναίκα"
    συνώνυμο:
  • ποικιλία
  • ,
  • αλλαγή

verb

1. Cause to change

  • Make different
  • Cause a transformation
  • "The advent of the automobile may have altered the growth pattern of the city"
  • "The discussion has changed my thinking about the issue"
    synonym:
  • change
  • ,
  • alter
  • ,
  • modify

1. Αιτία αλλαγής

  • Κάνω διαφορετικό
  • Προκαλώ μεταμόρφωση
  • "Η έλευση του αυτοκινήτου μπορεί να έχει αλλάξει το μοτίβο ανάπτυξης της πόλης"
  • "Η συζήτηση έχει αλλάξει τη σκέψη μου για το θέμα"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • αλλάζω
  • ,
  • τροποποιώ

2. Undergo a change

  • Become different in essence
  • Losing one's or its original nature
  • "She changed completely as she grew older"
  • "The weather changed last night"
    synonym:
  • change

2. Υποβάλλομαι σε αλλαγή

  • Γίνετε διαφορετικοί στην ουσία
  • Χάνοντας την αρχική του φύση
  • "Άλλαξε εντελώς καθώς μεγάλωνε"
  • "Ο καιρός άλλαξε χθες το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

3. Become different in some particular way, without permanently losing one's or its former characteristics or essence

  • "Her mood changes in accordance with the weather"
  • "The supermarket's selection of vegetables varies according to the season"
    synonym:
  • change
  • ,
  • alter
  • ,
  • vary

3. Γίνετε διαφορετικοί με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς να χάσετε μόνιμα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά ή την ουσία του

  • "Η διάθεσή της αλλάζει ανάλογα με τον καιρό"
  • "Η επιλογή των λαχανικών του σούπερ μάρκετ ποικίλλει ανάλογα με την εποχή"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • αλλάζω
  • ,
  • ποικίλλω

4. Lay aside, abandon, or leave for another

  • "Switch to a different brand of beer"
  • "She switched psychiatrists"
  • "The car changed lanes"
    synonym:
  • switch
  • ,
  • shift
  • ,
  • change

4. Αφήστε το στην άκρη, εγκαταλείψτε ή αφήστε το για κάποιον άλλο

  • "Μετάβαση σε διαφορετική μάρκα μπύρας"
  • "Αλλάζει ψυχίατρο"
  • "Το αυτοκίνητο άλλαξε λωρίδες"
    συνώνυμο:
  • διακόπτης
  • ,
  • μετατόπιση
  • ,
  • αλλαγή

5. Change clothes

  • Put on different clothes
  • "Change before you go to the opera"
    synonym:
  • change

5. Αλλάζω ρούχα

  • Φορέστε διαφορετικά ρούχα
  • "Αλλάξτε πριν πάτε στην όπερα"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

6. Exchange or replace with another, usually of the same kind or category

  • "Could you convert my dollars into pounds?"
  • "He changed his name"
  • "Convert centimeters into inches"
  • "Convert holdings into shares"
    synonym:
  • change
  • ,
  • exchange
  • ,
  • commute
  • ,
  • convert

6. Ανταλλαγή ή αντικατάσταση με άλλο, συνήθως του ίδιου είδους ή κατηγορίας

  • "Θα μπορούσατε να μετατρέψετε τα δολάρια μου σε λίρες?"
  • "Αλλάξατε το όνομά του"
  • "Μετατρέψτε τα εκατοστά σε ίντσες"
  • "Μετατροπή εκμεταλλεύσεων σε μετοχές"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή
  • ,
  • ανταλλαγή
  • ,
  • μετακινώ
  • ,
  • μετατρέπω

7. Give to, and receive from, one another

  • "Would you change places with me?"
  • "We have been exchanging letters for a year"
    synonym:
  • exchange
  • ,
  • change
  • ,
  • interchange

7. Δώστε και λάβετε ο ένας από τον άλλον

  • "Θα άλλαζες θέση μαζί μου?"
  • "Ανταλλάσσουμε επιστολές εδώ και ένα χρόνο"
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • αλλαγή

8. Change from one vehicle or transportation line to another

  • "She changed in chicago on her way to the east coast"
    synonym:
  • transfer
  • ,
  • change

8. Αλλαγή από ένα όχημα ή γραμμή μεταφοράς σε άλλο

  • "Άλλαξε στο σικάγο στο δρόμο της προς την ανατολική ακτή"
    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • αλλαγή

9. Become deeper in tone

  • "His voice began to change when he was 12 years old"
  • "Her voice deepened when she whispered the password"
    synonym:
  • deepen
  • ,
  • change

9. Γίνετε βαθύτεροι στον τόνο

  • "Η φωνή του άρχισε να αλλάζει όταν ήταν 12 ετών"
  • "Η φωνή της βάθυνε όταν ψιθύρισε τον κωδικό πρόσβασης"
    συνώνυμο:
  • βαθαίνω
  • ,
  • αλλαγή

10. Remove or replace the coverings of

  • "Father had to learn how to change the baby"
  • "After each guest we changed the bed linens"
    synonym:
  • change

10. Αφαιρέστε ή αντικαταστήστε τις καλύψεις των

  • "Ο πατέρας έπρεπε να μάθει πώς να αλλάζει το μωρό"
  • "Μετά από κάθε επισκέπτη αλλάξαμε τα κλινοσκεπάσματα"
    συνώνυμο:
  • αλλαγή

Examples of using

I need to change my tires.
Πρέπει να αλλάξω τα ελαστικά μου.
Let's change the topic.
Ας αλλάξουμε το θέμα.
We should change something.
Πρέπει να αλλάξουμε κάτι.