Translation meaning & definition of the word "chandler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προπονητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chandler
[Τσάντλερ]/ʧændlər/
noun
1. United states writer of detective thrillers featuring the character of philip marlowe (1888-1959)
- synonym:
- Chandler ,
- Raymond Chandler ,
- Raymond Thornton Chandler
1. Αμερικανός συγγραφέας ντετέκτιβ θρίλερ με χαρακτήρα τον φίλιπ μάρλοου (1888-1959)
- συνώνυμο:
- Τσάντλερ ,
- Ρέιμοντ Τσάντλερ ,
- Ρέιμοντ Θόρντον Τσάντλερ
2. A retail dealer in provisions and supplies
- synonym:
- chandler
2. Αντιπρόσωπος λιανικής στις διατάξεις και τις προμήθειες
- συνώνυμο:
- πολυλογάσ
3. A maker (and seller) of candles and soap and oils and paints
- synonym:
- chandler
3. Ένας κατασκευαστής (και πωλητής) από κεριά και σαπούνι και έλαια και χρώματα
- συνώνυμο:
- πολυλογάσ