Translation meaning & definition of the word "chancellor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καγκελάριος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chancellor
[Καγκελάριος]/ʧænsələr/
noun
1. The british cabinet minister responsible for finance
- synonym:
- Chancellor of the Exchequer ,
- Chancellor
1. Ο υπουργός οικονομικών της βρετανίας υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση
- συνώνυμο:
- Καγκελάριος του Κατακτητή ,
- Καγκελάριος
2. The person who is head of state (in several countries)
- synonym:
- chancellor ,
- premier ,
- prime minister
2. Το πρόσωπο που είναι αρχηγός του κράτους (σε αρκετές χώρες)
- συνώνυμο:
- καγκελάριος ,
- πρωθυπουργός
3. The honorary or titular head of a university
- synonym:
- chancellor
3. Ο επίτιμος ή τιμητικός επικεφαλής ενός πανεπιστημίου
- συνώνυμο:
- καγκελάριος
Examples of using
Gerhard Schroeder is the first German chancellor not to have lived through World War II.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι ο πρώτος Γερμανός καγκελάριος που δεν έζησε τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο.