Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "chance" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασάν" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Chance

[Πιθανότητα]
/ʧæns/

noun

1. A possibility due to a favorable combination of circumstances

  • "The holiday gave us the opportunity to visit washington"
  • "Now is your chance"
    synonym:
  • opportunity
  • ,
  • chance

1. Μια δυνατότητα λόγω ευνοϊκού συνδυασμού περιστάσεων

  • "Οι διακοπές μας έδωσαν την ευκαιρία να επισκεφθούμε την ουάσιγκτον"
  • "Τώρα είναι η ευκαιρία σου"
    συνώνυμο:
  • ευκαιρία

2. An unknown and unpredictable phenomenon that causes an event to result one way rather than another

  • "Bad luck caused his downfall"
  • "We ran into each other by pure chance"
    synonym:
  • luck
  • ,
  • fortune
  • ,
  • chance
  • ,
  • hazard

2. Ένα άγνωστο και απρόβλεπτο φαινόμενο που προκαλεί ένα γεγονός να προκύψει με τον έναν τρόπο και όχι με τον άλλο

  • "Η κακή τύχη προκάλεσε την πτώση του"
  • "Τρέξαμε ο ένας στον άλλον με καθαρή τύχη"
    συνώνυμο:
  • τύχη
  • ,
  • ευκαιρία
  • ,
  • κίνδυνος

3. A risk involving danger

  • "You take a chance when you let her drive"
    synonym:
  • chance

3. Κίνδυνος που περιλαμβάνει κίνδυνο

  • "Παίρνεις την ευκαιρία όταν την αφήνεις να οδηγεί"
    συνώνυμο:
  • ευκαιρία

4. A measure of how likely it is that some event will occur

  • A number expressing the ratio of favorable cases to the whole number of cases possible
  • "The probability that an unbiased coin will fall with the head up is 0.5"
    synonym:
  • probability
  • ,
  • chance

4. Ένα μέτρο του πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάποιο γεγονός

  • Ένας αριθμός που εκφράζει την αναλογία των ευνοϊκών περιπτώσεων σε ολόκληρο τον αριθμό των περιπτώσεων
  • "Η πιθανότητα ότι ένα αμερόληπτο νόμισμα θα πέσει με το κεφάλι ψηλά είναι 0,5"
    συνώνυμο:
  • πιθανότητα
  • ,
  • ευκαιρία

5. The possibility of future success

  • "His prospects as a writer are excellent"
    synonym:
  • prospect
  • ,
  • chance

5. Η δυνατότητα μελλοντικής επιτυχίας

  • "Οι προοπτικές του ως συγγραφέα είναι εξαιρετικές"
    συνώνυμο:
  • προοπτική
  • ,
  • ευκαιρία

verb

1. Be the case by chance

  • "I chanced to meet my old friend in the street"
    synonym:
  • chance

1. Να είστε τυχαίοι

  • "Προσπάθησα να συναντήσω τον παλιό μου φίλο στο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • ευκαιρία

2. Take a risk in the hope of a favorable outcome

  • "When you buy these stocks you are gambling"
    synonym:
  • gamble
  • ,
  • chance
  • ,
  • risk
  • ,
  • hazard
  • ,
  • take chances
  • ,
  • adventure
  • ,
  • run a risk
  • ,
  • take a chance

2. Πάρτε ένα ρίσκο με την ελπίδα ενός ευνοϊκού αποτελέσματος

  • "Όταν αγοράζετε αυτά τα αποθέματα τυχερών παιχνιδιών"
    συνώνυμο:
  • παίζω
  • ,
  • ευκαιρία
  • ,
  • κίνδυνος
  • ,
  • παίρνω ευκαιρίες
  • ,
  • περιπέτεια
  • ,
  • διακινδυνεύω
  • ,
  • πάρτε μια ευκαιρία

3. Come upon, as if by accident

  • Meet with
  • "We find this idea in plato"
  • "I happened upon the most wonderful bakery not very far from here"
  • "She chanced upon an interesting book in the bookstore the other day"
    synonym:
  • find
  • ,
  • happen
  • ,
  • chance
  • ,
  • bump
  • ,
  • encounter

3. Έλα, σαν τυχαία

  • Συναντώ
  • "Βρίσκουμε αυτή την ιδέα στον πλάτωνα"
  • "Συνέβη στο πιο υπέροχο αρτοποιείο όχι πολύ μακριά από εδώ"
  • "Έσκυψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο στο βιβλιοπωλείο τις προάλλες"
    συνώνυμο:
  • βρίσκω
  • ,
  • συμβαίνω
  • ,
  • ευκαιρία
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • συνάντηση

adjective

1. Occurring or appearing or singled out by chance

  • "Seek help from casual passers-by"
  • "A casual meeting"
  • "A chance occurrence"
    synonym:
  • casual
  • ,
  • chance(a)

1. Εμφανίζονται ή εμφανίζονται ή ξεχωρίζουν τυχαία

  • "Ζητήστε βοήθεια από περιστασιακούς περαστικούς"
  • "Μια τυχαία συνάντηση"
  • "Ενδεχόμενο εμφάνισης"
    συνώνυμο:
  • περιστασιακός
  • ,
  • καυσόξ

Examples of using

Tom thinks there's a good chance that Mary will say yes.
Ο Τομ νομίζει ότι υπάρχει μια καλή πιθανότητα ότι η Μαίρη θα πει ναι.
Personally, I don't think Tom has a chance of winning.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι ο Τομ έχει την ευκαιρία να κερδίσει.
There is a high chance of precipitation.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα βροχόπτωσης.