Translation meaning & definition of the word "championship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντροφικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Championship
[Πρωτάθλημα]/ʧæmpiənʃɪp/
noun
1. The status of being a champion
- "He held the title for two years"
- synonym:
- championship ,
- title
1. Το καθεστώς του να είσαι πρωταθλητής
- "Είχε τον τίτλο για δύο χρόνια"
- συνώνυμο:
- πρωτάθλημα ,
- τίτλος
2. A competition at which a champion is chosen
- synonym:
- championship
2. Ένας διαγωνισμός στον οποίο επιλέγεται ένας πρωταθλητής
- συνώνυμο:
- πρωτάθλημα
3. The act of providing approval and support
- "His vigorous backing of the conservatives got him in trouble with progressives"
- synonym:
- backing ,
- backup ,
- championship ,
- patronage
3. Η πράξη της παροχής έγκρισης και υποστήριξης
- "Η σθεναρή υποστήριξή του από τους συντηρητικούς τον έβαλε σε μπελάδες με τους προοδευτικούς"
- συνώνυμο:
- υποστήριξη ,
- αντίγραφο ασφαλείας ,
- πρωτάθλημα ,
- προστασία
Examples of using
The German athletes won four gold medals at the luge world championship in Canada.
Οι Γερμανοί αθλητές κέρδισαν τέσσερα χρυσά μετάλλια στο τεράστιο παγκόσμιο πρωτάθλημα στον Καναδά.