Translation meaning & definition of the word "champ" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφραγίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Champ
[Πρωταθλητής]/ʧæmp/
noun
1. Someone who has won first place in a competition
- synonym:
- champion ,
- champ ,
- title-holder
1. Κάποιος που έχει κερδίσει την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- πρωταθλητής ,
- πρωταθλητήσ ,
- κάτοχος τίτλου
verb
1. Chafe at the bit, like horses
- synonym:
- champ
1. Τσαλακωμένο στο κομμάτι, σαν άλογα
- συνώνυμο:
- πρωταθλητήσ
2. Chew noisily
- "The boy chomped his sandwich"
- synonym:
- chomp ,
- champ
2. Μασήστε θορυβωδώσ
- "Το αγόρι τσούζει το σάντουιτς του"
- συνώνυμο:
- τσαμπίνα ,
- πρωταθλητήσ