Translation meaning & definition of the word "chameleon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμαιλέοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chameleon
[Χαμαιλέοντα]/kəmiliən/
noun
1. A changeable or inconstant person
- synonym:
- chameleon
1. Ένα μεταβλητό ή ασταθές άτομο
- συνώνυμο:
- χαμαιλέοντα
2. A faint constellation in the polar region of the southern hemisphere near apus and mensa
- synonym:
- Chamaeleon ,
- Chameleon
2. Ένας αχνός αστερισμός στην πολική περιοχή του νότιου ημισφαιρίου κοντά στο άπους και τη μένσα
- συνώνυμο:
- Χαμαιλέοντα
3. Lizard of africa and madagascar able to change skin color and having a projectile tongue
- synonym:
- chameleon ,
- chamaeleon
3. Η σαύρα της αφρικής και της μαδαγασκάρης μπορούν να αλλάξουν το χρώμα του δέρματος και να έχουν μια βλαστική γλώσσα
- συνώνυμο:
- χαμαιλέοντα ,
- σαμαιλέοντα