Translation meaning & definition of the word "chalk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chalk
[Χαλκ]/ʧɑk/
noun
1. A soft whitish calcite
- synonym:
- chalk
1. Ένας μαλακός λευκός ασβεστίτης
- συνώνυμο:
- κιμωλία
2. A pure flat white with little reflectance
- synonym:
- chalk
2. Ένα καθαρό επίπεδο λευκό με μικρή ανάκλαση
- συνώνυμο:
- κιμωλία
3. An amphetamine derivative (trade name methedrine) used in the form of a crystalline hydrochloride
- Used as a stimulant to the nervous system and as an appetite suppressant
- synonym:
- methamphetamine ,
- methamphetamine hydrochloride ,
- Methedrine ,
- meth ,
- deoxyephedrine ,
- chalk ,
- chicken feed ,
- crank ,
- glass ,
- ice ,
- shabu ,
- trash
3. Ένα παράγωγο αμφεταμίνης (εμπορικό όνομα μεθεδριν) που χρησιμοποιείται με τη μορφή κρυσταλλικού υδροχλωριδίου
- Χρησιμοποιείται ως διεγερτικό στο νευρικό σύστημα και ως κατασταλτικό της όρεξης
- συνώνυμο:
- μεθαμφεταμίνη ,
- υδροχλωρική μεθαμφεταμίνη ,
- Μεθεδρίνη ,
- μεθ ,
- δεοξυεφεδρίνη ,
- κιμωλία ,
- τροφή κοτόπουλου ,
- στρόφαλοσ ,
- γυαλί ,
- πάγος ,
- σαμπού ,
- σκουπίδια
4. A piece of calcite or a similar substance, usually in the shape of a crayon, that is used to write or draw on blackboards or other flat surfaces
- synonym:
- chalk
4. Ένα κομμάτι ασβεστίτη ή μια παρόμοια ουσία, συνήθως σε σχήμα κραγιόν, που χρησιμοποιείται για να γράψει ή να σχεδιάσει σε μαυροπίνακες ή άλλες επίπεις
- συνώνυμο:
- κιμωλία
verb
1. Write, draw, or trace with chalk
- synonym:
- chalk
1. Γράψτε, σχεδιάστε ή εντοπίστε με κιμωλία
- συνώνυμο:
- κιμωλία
Examples of using
I once had a teacher who used to throw chalk at inattentive students and those very students then had to bring it back to him.
Κάποτε είχα ένα δάσκαλο που συνήθιζε να ρίχνει κιμωλία σε απρόσεκτους μαθητές και αυτοί οι ίδιοι οι μαθητές έπρεπε να το φέρουν πίσω σε αυτόν.
Bring me a piece of chalk.
Φέρε μου ένα κομμάτι κιμωλίας.
Please bring me two pieces of chalk.
Σε παρακαλώ φέρε μου δύο κομμάτια κιμωλίας.