Translation meaning & definition of the word "chaise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατσάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chaise
[Χαϊζ]/ʃez/
noun
1. A long chair
- For reclining
- synonym:
- chaise longue ,
- chaise ,
- daybed
1. Μια μακριά καρέκλα
- Για την ανάκλιση
- συνώνυμο:
- τσαγιούλα ,
- χαϊζ ,
- παρασκευάζω
2. A carriage consisting of two wheels and a calash top
- Drawn by a single horse
- synonym:
- chaise ,
- shay
2. Μια μεταφορά που αποτελείται από δύο τροχούς και μια κορυφή των βλεφαρίδων
- Τραβηγμένο από ένα άλογο
- συνώνυμο:
- χαϊζ ,
- αποφεύγω