Translation meaning & definition of the word "chair" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρέκλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chair
[Πρόεδρος]/ʧɛr/
noun
1. A seat for one person, with a support for the back
- "He put his coat over the back of the chair and sat down"
- synonym:
- chair
1. Ένα κάθισμα για ένα άτομο, με υποστήριξη για την πλάτη
- "Έβαλε το παλτό του πάνω από το πίσω μέρος της καρέκλας και κάθισε"
- συνώνυμο:
- καρέκλα
2. The position of professor
- "He was awarded an endowed chair in economics"
- synonym:
- professorship ,
- chair
2. Η θέση του καθηγητή
- "Του απονεμήθηκε μια προικισμένη καρέκλα στα οικονομικά"
- συνώνυμο:
- καθηγητή ,
- καρέκλα
3. The officer who presides at the meetings of an organization
- "Address your remarks to the chairperson"
- synonym:
- president ,
- chairman ,
- chairwoman ,
- chair ,
- chairperson
3. Ο αξιωματικός που προεδρεύει στις συνεδριάσεις ενός οργανισμού
- "Εισάγετε τις παρατηρήσεις σας στον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- πρόεδρος ,
- καρέκλα
4. An instrument of execution by electrocution
- Resembles an ordinary seat for one person
- "The murderer was sentenced to die in the chair"
- synonym:
- electric chair ,
- chair ,
- death chair ,
- hot seat
4. Ένα όργανο εκτέλεσης με ηλεκτροπληξία
- Μοιάζει με ένα συνηθισμένο κάθισμα για ένα άτομο
- "Ο δολοφόνος καταδικάστηκε να πεθάνει στην καρέκλα"
- συνώνυμο:
- ηλεκτρική καρέκλα ,
- καρέκλα ,
- καρέκλα θανάτου ,
- ζεστό κάθισμα
5. A particular seat in an orchestra
- "He is second chair violin"
- synonym:
- chair
5. Μια συγκεκριμένη θέση σε μια ορχήστρα
- "Είναι βιολί δεύτερης καρέκλας"
- συνώνυμο:
- καρέκλα
verb
1. Act or preside as chair, as of an academic department in a university
- "She chaired the department for many years"
- synonym:
- chair ,
- chairman
1. Να ενεργεί ή να προεδρεύει ως καρέκλα, από ένα ακαδημαϊκό τμήμα σε ένα πανεπιστήμιο
- "Προεδρεύει του τμήματος για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- καρέκλα ,
- πρόεδρος
2. Preside over
- "John moderated the discussion"
- synonym:
- moderate ,
- chair ,
- lead
2. Προεδρεύω
- "Ο τζον επέμβαλε τη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- μέτριος ,
- καρέκλα ,
- οδηγώ
Examples of using
Is this chair the same as the others?
Είναι αυτή η καρέκλα το ίδιο με τις άλλες?
Tom jumped up from his chair.
Ο Τομ πήδηξε από την καρέκλα του.
That chair goes in the corner.
Η καρέκλα πάει στη γωνία.