Translation meaning & definition of the word "chagrin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαγκρίν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chagrin
[Τσαγκρίν]/ʃəgrɪn/
noun
1. Strong feelings of embarrassment
- synonym:
- chagrin ,
- humiliation ,
- mortification
1. Έντονα συναισθήματα αμηχανίας
- συνώνυμο:
- τσαγκρίν ,
- ταπείνωση ,
- εξαπάτηση
verb
1. Cause to feel shame
- Hurt the pride of
- "He humiliated his colleague by criticising him in front of the boss"
- synonym:
- humiliate ,
- mortify ,
- chagrin ,
- humble ,
- abase
1. Επειδή ντρέπεσαι
- Πληγώνω την υπερηφάνεια του
- "Ταπείνωσε τον συνάδελφό του επικρίνοντάς τον μπροστά από το αφεντικό"
- συνώνυμο:
- ταπεινώνω ,
- νεκρώ ,
- τσαγκρίν ,
- ταπεινός ,
- αφαιρώ