Translation meaning & definition of the word "cesium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cesium
[Καίσιο]/siziəm/
noun
1. A soft silver-white ductile metallic element (liquid at normal temperatures)
- The most electropositive and alkaline metal
- synonym:
- cesium ,
- caesium ,
- Cs ,
- atomic number 55
1. Ένα μαλακό ασημί-λευκό όλκιμο μεταλλικό στοιχείο (υγρό σε κανονικές θερμοκρασίες)
- Το πιο ηλεκτροθετικό και αλκαλικό μέταλλο
- συνώνυμο:
- καίσιο ,
- Κ ,
- ατομικός αριθμός 55