Translation meaning & definition of the word "cervix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τράχηλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cervix
[Τραχήλου]/sərvɪks/
noun
1. The part of an organism (human or animal) that connects the head to the rest of the body
- "He admired her long graceful neck"
- "The horse won by a neck"
- synonym:
- neck ,
- cervix
1. Το μέρος ενός οργανισμού (ανθρώπινο ή ζώο) που συνδέει το κεφάλι με το υπόλοιπο σώμα
- "Θαύμαζε τον μακρύ χαριτωμένο λαιμό της"
- "Το άλογο κερδίζεται από το λαιμό"
- συνώνυμο:
- λαιμός ,
- τράχηλος
2. Necklike opening to the uterus
- synonym:
- cervix ,
- uterine cervix ,
- cervix uteri
2. Αυχενικό άνοιγμα στη μήτρα
- συνώνυμο:
- τράχηλος ,
- τράχηλος της μήτρας ,
- τράχηλος μήτρας