Translation meaning & definition of the word "certitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωγραφικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Certitude
[Πιστότητα]/sərtətud/
noun
1. Total certainty or greater certainty than circumstances warrant
- synonym:
- certitude ,
- cocksureness ,
- overconfidence
1. Απόλυτη βεβαιότητα ή μεγαλύτερη βεβαιότητα από τις περιστάσεις είναι απαραίτητη
- συνώνυμο:
- βεβαιότητα ,
- πενιχρότητα ,
- υπερβολική αυτοπεποίθηση