Translation meaning & definition of the word "certify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Certify
[Πιστοποιώ]/sərtəfaɪ/
verb
1. Provide evidence for
- Stand as proof of
- Show by one's behavior, attitude, or external attributes
- "His high fever attested to his illness"
- "The buildings in rome manifest a high level of architectural sophistication"
- "This decision demonstrates his sense of fairness"
- synonym:
- attest ,
- certify ,
- manifest ,
- demonstrate ,
- evidence
1. Παρέχω αποδεικτικά στοιχεία για
- Απόδειξη του
- Εμφάνιση από τη συμπεριφορά, τη στάση ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ατόμου
- "Ο υψηλός πυρετός του πιστοποιείται από την ασθένειά του"
- "Τα κτίρια στη ρώμη εκδηλώνουν υψηλό επίπεδο αρχιτεκτονικής πολυπλοκότητας"
- "Η απόφαση αυτή δείχνει την αίσθηση της δικαιοσύνης"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- πιστοποιώ ,
- εκδηλώνω ,
- αποδεικνύω ,
- αποδεικτικά στοιχεία
2. Guarantee payment on
- Of checks
- synonym:
- certify
2. Εγγύηση πληρωμής σε
- Ελέγχων
- συνώνυμο:
- πιστοποιώ
3. Authorize officially
- "I am licensed to practice law in this state"
- synonym:
- license ,
- licence ,
- certify
3. Εξουσιοδοτήστε επίσημα
- "Έχω την άδεια να ασκήσω το δίκαιο σε αυτή την κατάσταση"
- συνώνυμο:
- άδεια ,
- πιστοποιώ
4. Guarantee as meeting a certain standard
- "Certified grade aaa meat"
- synonym:
- certify ,
- endorse ,
- indorse
4. Εγγύηση ως πληρούν ένα συγκεκριμένο πρότυπο
- "Πιστοποιημένο κρέας ααα"
- συνώνυμο:
- πιστοποιώ ,
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι
5. Declare legally insane
- synonym:
- certify
5. Αναφέρω νομικά τρελά
- συνώνυμο:
- πιστοποιώ