Translation meaning & definition of the word "cerise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεραυνός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cerise
[Κερατοποιούν]/səris/
noun
1. A red the color of ripe cherries
- synonym:
- cerise ,
- cherry ,
- cherry red
1. Ένα κόκκινο το χρώμα των ώριμων κερασιών
- συνώνυμο:
- εξυπηρετώ ,
- κεράσι ,
- κεράσι κόκκινο
adjective
1. Of a color at the end of the color spectrum (next to orange)
- Resembling the color of blood or cherries or tomatoes or rubies
- synonym:
- red ,
- reddish ,
- ruddy ,
- blood-red ,
- carmine ,
- cerise ,
- cherry ,
- cherry-red ,
- crimson ,
- ruby ,
- ruby-red ,
- scarlet
1. Από ένα χρώμα στο τέλος του φάσματος χρώματος (δίπλα στο πορτοκαλί)
- Μοιάζει με το χρώμα του αίματος, των κερασιών ή των ντοματών ή ρουμπινιών
- συνώνυμο:
- κόκκινο ,
- κοκκινωπόσ ,
- τραχύς ,
- αίμα-κόκκινο ,
- καρμίνη ,
- εξυπηρετώ ,
- κεράσι ,
- κεράσι-κόκκινο ,
- πράσινσον ,
- ρουμπινί ,
- ρουμπινί-κόκκινο