Translation meaning & definition of the word "ceremonial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ceremonial
[Τελετουργικόσ]/sɛrəmoʊniəl/
noun
1. A formal event performed on a special occasion
- "A ceremony commemorating pearl harbor"
- synonym:
- ceremony ,
- ceremonial ,
- ceremonial occasion ,
- observance
1. Ένα επίσημο γεγονός που πραγματοποιείται σε ειδική περίσταση
- "Τελετή μνήμης του περλ χάρμπορ"
- συνώνυμο:
- τελετή ,
- τελετουργικόσ ,
- τελετουργική περίσταση ,
- τήρηση
adjective
1. Marked by pomp or ceremony or formality
- "A ceremonial occasion"
- "Ceremonial garb"
- synonym:
- ceremonial
1. Σημαδεμένος από τη λαβή ή την τελετή ή την τυπικότητα
- "Τελετουργική εκδήλωση"
- "Στεφάνη της τελετής"
- συνώνυμο:
- τελετουργικόσ