Translation meaning & definition of the word "ceramic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεραμικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ceramic
[Κεραμικό]/səræmɪk/
noun
1. An artifact made of hard brittle material produced from nonmetallic minerals by firing at high temperatures
- synonym:
- ceramic
1. Ένα τεχνούργημα κατασκευασμένο από σκληρό εύθραυστο υλικό που παράγεται από μη μεταλλικά ορυκτά με πυρκαγιά σε υψηλές θερμοκρασίες
- συνώνυμο:
- κεραμικός
adjective
1. Of or relating to or made from a ceramic
- "A ceramic dish"
- synonym:
- ceramic
1. Από ή σχετίζονται ή κατασκευάζονται από κεραμικό
- "Ένα κεραμικό πιάτο"
- συνώνυμο:
- κεραμικός